relation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
relation relations
Σχεσιακό μοντέλο: σχέση (relation) με στήλες (γνωρίσματα / attributes) και γραμμές (πλειάδες / tuples)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɹɪˈleɪʃən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

relation (en)

  1. η σχέση
     συνώνυμα:  association, bearing, connection, relationship και relevance
  2. η γνωριμία
  3. (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) η οντότητα, η σχέση στο σχεσιακό μοντέλο (relational model)
     συνώνυμα: entity
    υπώνυμο : table (σχεσιακές βάσεις δεδομένων), relation schema
    δείτε επίσης: relation (database) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η σχέση, η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών διαφορετικών πινάκων
     συνώνυμα: relationship

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • relation στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
relation relations

relation (fr) θηλυκό