connection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
connection | connections |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
connection (en)
- σύνδεση
- σχέση
- ↪ — What's the connection between them? — They're mother and daughter.
- — Ποια είναι η σχέση μεταξύ τους; — Είναι μητέρα και κόρη.
- ≈ συνώνυμα: relationship → και δείτε τη λέξη relation
- ↪ — What's the connection between them? — They're mother and daughter.