connections

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

connections (en)

  • τα μέσα, πρόσωπα, γνωριμίες, που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει άνομα τον σκοπό του
    He has a lot of connections to the Minister.
    Έχει μεγάλα μέσα στον Υπουργό.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

connections (en)