connections
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]connections (en)
- τα μέσα, πρόσωπα, γνωριμίες, που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει άνομα τον σκοπό του
- ⮡ He has a lot of connections to the Minister.
- Έχει μεγάλα μέσα στον Υπουργό.
- ⮡ He has a lot of connections to the Minister.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]connections (en)