συσχέτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσχέτιση | οι | συσχετίσεις |
γενική | της | συσχέτισης* | των | συσχετίσεων |
αιτιατική | τη | συσχέτιση | τις | συσχετίσεις |
κλητική | συσχέτιση | συσχετίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσχετίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συσχέτιση < (καθαρεύουσα) συσχέτισις < συσχετίζω + -σις/-ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siˈsçe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σχέ‐τι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συσχέτιση θηλυκό
- η ενέργεια του συσχετίζω, ο προσδιορισμός της σχέσης που συνδέει δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών (rows) διαφορετικών πινάκων (tables) με την χρήση πρωτευόντων (primary keys) και εξωτερικών κλειδιών (foreign keys)
- ≈ συνώνυμα:σχέση (relation)
- πολυλεκτικοί όροι: ακεραιότητα συσχετίσεων, διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων ή μοντέλο οντοτήτων συσχετίσεων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσχέτιση
βάσεις δεδομένων