relative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
relative (en)
- (γραμματική) αναφορικός
- σχετικός με κάτι
- σχετικός, όχι απόλυτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
relative (en)
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
relative (eo)