Μετάβαση στο περιεχόμενο

relevant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός relevant
συγκριτικός more relevant
υπερθετικός most relevant

Επίθετο

[επεξεργασία]

relevant (en)

  • σχετικός, που έχει σχέση με το θέμα που συζητείται ή την κατάσταση που παρουσιάζεται
      He doesn’t have the relevant experience.
    Δεν έχει τη σχετική πείρα.
      I have the relevant qualifications expected for the position of secretary.
    Έχω τα σχετικά προσόντα που προβλέπονται για τη θέση του γραμματέα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]