Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποθέτω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτίθημι με μεταπλασμό κατά το τίθημι > θέτω [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.poˈθe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποθέτω
τονικό παρώνυμο: υπόθετο

υποθέτω, αόρ.: υπέθεσα, παθ.φωνή: υποτίθεμαι, μτχ.π.ε.: υποτιθέμενος, π.αόρ.: υποτέθηκα/υπετέθη3o

  • εξετάζω κάτι ως ενδεχόμενο ή πιθανά αληθινό χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία ότι αληθεύει ή ότι σίγουρα θα επαληθευτεί μελλοντικά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]