υπόθετο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
γενική | του | υπόθετου | των | υπόθετων |
αιτιατική | το | υπόθετο | τα | υπόθετα |
κλητική | υπόθετο | υπόθετα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόθετο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόθετο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόθετο