σκεύασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεύασμα τα σκευάσματα
      γενική του σκευάσματος των σκευασμάτων
    αιτιατική το σκεύασμα τα σκευάσματα
     κλητική σκεύασμα σκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκεύασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκεύασμα (παρασκεύασμα φαγητού)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκεύασμα ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα