κατασκεύασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκεύασμα < αρχαία ελληνική κατασκεύασμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατασκεύασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του κατασκευάζω
- (ειδικότερα) κακότεχνη ή αντιαισθητική κατασκευή
- (μεταφορικά) ψεύτικη υπόθεση ή κατάσταση που προβάλλεται ή στηρίζει κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατασκεύασμα