préparation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.pa.ʁa.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
préparation | préparations |
préparation (fr) θηλυκό
- η προετοιμασία, η ετοιμασία
- το παρασκεύασμα
- το προπαρασκευή
- (ειδικότερα) το φαρμακευτικό παρασκεύασμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη préparer