κόλπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkol.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόλ‐πος
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόλπος | οι | κόλποι |
γενική | του | κόλπου | των | κόλπων |
αιτιατική | τον | κόλπο | τους | κόλπους |
κλητική | κόλπε | κόλποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κόλπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόλπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλπος αρσενικό
- (γεωγραφία) σχηματισμός της ακτογραμμής, η κοιλότητα που η θάλασσα εισδύει στην ξηρά
- ↪ Η Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.
- Κατηγορία:Κόλποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- ≈ συνώνυμα: κόρφος
- η αγκαλιά, ο κόρφος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη κόλποι: το εσωτερικό ενός οργανισμού, μιας ομάδας, το άμεσο περιβάλλον
- ↪ Η οικογένεια τον ξαναδέχτηκε στους κόλπους της.
- ※ Οι τάσεις εκμοντερνισμού και ευθυγράμμισης με την ευρωπαϊκή παιδεία της εποχής, που αναπτύσσονται στους κόλπους του φαναριωτισμού, δεν αισθάνονται να εκφράζονται πια μέσα από τη μονοκρατορία της κατεξοχήν έμμετρης μεταβυζαντινής γραμματολογίας μας, καθώς και μέσα από τις μορφολογικές επιβιώσεις που κυριαρχούν εν πολλοίς στο σύνολο ποιητικό έργο της εποχής αλλά και στα επιτεύγματα της κρητικής αναγέννησης.
- Άννα Ταμπάκη, Χειρόγραφες μεταφράσεις του διαφωτισμού; η πρόσληψη των δυτικοευρωπαϊκών λογοτεχνικών ειδών, Σύγκριση, τόμος 12, 2001, σελ. 18
- (ανατομία) εσωτερική κοιλότητα του σώματος, κυρίως, της καρδιάς
- ↪ αριστερός κόλπος της καρδιάς
- (γυναικολογία) η κοιλότητα των γυναικείων γεννητικών οργάνων, μεταξύ της μήτρας και του αιδοίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεωγραφικός όρος
|
γυναικολογία: τμήμα των γεννητικών οργάνων
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόλπος | ||
γενική | του | κόλπου | ||
αιτιατική | τον | κόλπο | ||
κλητική | κόλπε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κόλπος < (άμεσο δάνειο) ιταλική colpo < υστερολατινική colpus < λατινική colophus < colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλπος αρσενικό
- εγκεφαλικό, αποπληξία, συμφόρηση
- ταραχή από μεγάλη έκπληξη, ξάφνιασμα
- ↪ Του ήρθε κόλπος όταν άκουσε τα νέα.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μού 'ρχεται κόλπος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- μου ήρθε κόλπος → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπληξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόλπος | οἱ | κόλποι |
γενική | τοῦ | κόλπου | τῶν | κόλπων |
δοτική | τῷ | κόλπῳ | τοῖς | κόλποις |
αιτιατική | τὸν | κόλπον | τοὺς | κόλπους |
κλητική ὦ! | κόλπε | κόλποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόλπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κόλποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόλπος < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷelp- (καμπυλώνω)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόλπος, -ου αρσενικό
- αγκαλιά, κόρφος
- (ανθρώπινο σώμα) κοιλιά, μήτρα
- η πτύχωση που σχηματίζει ένα ένδυμα μπροστά στην κοιλιά
- η κοιλότητα ανάμεσα σε δύο θαλάσσια κύματα
- (γεωγραφία) ο θαλάσσιος κόλπος
- (γεωγραφία) η κοιλάδα
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόλπος σελ. 740-741 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- κόλπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόλπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αρχαία ελληνικά)
- Γεωγραφία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)