Μετάβαση στο περιεχόμενο

gulf

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gulf gulfs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gulf (en)

  1. (γεωγραφία) κόλπος, κόρφος
  2. άβυσσος