άβυσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άβυσσος | οι | άβυσσοι |
γενική | της | αβύσσου | των | αβύσσων |
αιτιατική | την | άβυσσο | τις | αβύσσους |
κλητική | άβυσσε (άβυσσο) |
άβυσσοι | ||
Και λαϊκότροπο: η άβυσσο, της άβυσσος. Επίσης, αρσενικό: ο άβυσσος. | ||||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άβυσσος (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβυσσος[1] < ἄβυσσος (επίθετο) < ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
- θαλάσσια άβυσσος < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abysse ή αγγλική abyss
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.vi.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βυ‐σος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άβυσσος θηλυκό (και λαϊκότροπο η άβυσσο και αρσενικό])
- το μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
- (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
- (μεταφορικά) το χάος, ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
- ↪ η άβυσσος του σύμπαντος
- (μεταφορικά) η μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
- ↪ τρώει την άβυσσο
- με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
- ↪ άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων
- ※ Καρδιά κοιτά να κοπείς ξανά στα δυο
Βαθειά σε άβυσσο σιωπής ναυαγώ
Γιατί σβήνουν όλα εκεί που δεν με πας
Γιατί δεν σου ‘μαθε κανείς ν’ αγαπάς.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Καρδιά Κοίτα, (2020) Γιώργος Περρής, στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα, album: Σταθερά Στα Όνειρα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου
- μας χωρίζει άβυσσος
- στο χείλος της αβύσσου, → δείτε την έκφραση: στο χείλος του γκρεμού, στο χείλος της καταστροφής
- τον κατάπιε η άβυσσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άβυσσος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άβυσσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- άβυσσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άβυσσος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'άβυσσος'.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ά- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)