Μετάβαση στο περιεχόμενο

περιβάλλον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιβάλλον τα περιβάλλοντα
      γενική του περιβάλλοντος των περιβαλλόντων
    αιτιατική το περιβάλλον τα περιβάλλοντα
     κλητική περιβάλλον περιβάλλοντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιβάλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής περιβάλλων < περιβάλλω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική environment [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περιβάλλον ουδέτερο

  1. το σύνολο των φυσικών και πολιτιστικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζουν και αναπτύσσονται οι ζώντες οργανισμοί
    η προστασία του περιβάλλοντος
  2. (μεταφορικά) ο κοινωνικός χώρος μέσα στον οποίο ζει κανείς
  3. το στενό περιβάλλον: το σύνολο των οικείων προσώπων ενός ανθρώπου
  4. (πληροφορική) το υλικό (hardware), το λογισμικό (software) και οι αντίστοιχες παραμετροποιήσεις τους σε ένα υπολογιστικό σύστημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τις λέξεις περί και βάλλω

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

περιβάλλον

Αναφορές

[επεξεργασία]