περιβάλλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιβάλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής περιβάλλων < περιβάλλω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική environment [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιβάλλον ουδέτερο
- το σύνολο των φυσικών και πολιτιστικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζουν και αναπτύσσονται οι ζώντες οργανισμοί
- η προστασία του περιβάλλοντος
- (μεταφορικά) ο κοινωνικός χώρος μέσα στον οποίο ζει κανείς
- το στενό περιβάλλον: το σύνολο των οικείων προσώπων ενός ανθρώπου
- (πληροφορική) το υλικό (hardware), το λογισμικό (software) και οι αντίστοιχες παραμετροποιήσεις τους σε ένα υπολογιστικό σύστημα
[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις περί και βάλλω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (πληροφορική) ονοματοχώρος
- περικείμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιβάλλον
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
περιβάλλον
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιβάλλων
[επεξεργασία]
- ↑ περιβάλλον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μέλλον' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)