baía
Εμφάνιση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]baía (gl)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
baía | baías |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]baía (pt)
![]() |
baía (gl)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
baía | baías |
baía (pt)