αποπληξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπληξία < αρχαία ελληνική ἀποπληξία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποπληξία θηλυκό
- (ιατρική) η ξαφνική οργανική παράλυση λόγω μειωμένης αιματώσεως του εγκεφάλου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποπληκτικός
- απόπληκτος
- → δείτε τις λέξεις από και πλήττω