παράλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράλυση | οι | παραλύσεις |
γενική | της | παράλυσης* | των | παραλύσεων |
αιτιατική | την | παράλυση | τις | παραλύσεις |
κλητική | παράλυση | παραλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράλυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράλυ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά- + λύω > λύσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paralysie, δείτε και παραλυσία)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾa.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐λυ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράλυση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω
- (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράλυση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παράλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρά- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)