παράλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράλυση | οι | παραλύσεις |
γενική | της | παράλυσης* | των | παραλύσεων |
αιτιατική | την | παράλυση | τις | παραλύσεις |
κλητική | παράλυση | παραλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράλυση < αρχαία ελληνική παράλυσις < παραλύω < παρά + λύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paralysie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράλυση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω
- (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω