παραλύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

παραλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλύω
  2. θα παραλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

παραλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράλυση