λιμβουργιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λιμβουργιανά | ||
γενική | των | λιμβουργιανών | ||
αιτιατική | τα | λιμβουργιανά | ||
κλητική | λιμβουργιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιμβουργιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λιμβουργιανός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμβουργιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) γερμανική τοπική γλώσσα που μιλιέται στη Λιμβουργία της νότιας Ολλανδίας, στο ανατολικό Βέλγιο και στη δυτική Γερμανία
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ενδώνυμο: Lèmburgs
- κωδικός γλώσσας: li
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιμβουργιανά