bay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bay (en)
- (γεωγραφία) κόλπος, όρμος
- ντορής (άλογο)
- κλίτος
- διαμέρισμα, εσοχή
- (υλικό υπολογιστή) θάλαμος, φάτνωμα, διαμέρισμα, εσοχή ο χώρος στο κουτί (case) προσωπικού υπολογιστή (PC) όπου τοποθετείται συσκευή υλισμικού (hardware), όπως σκληρός (πχ. CD-ROM), οπτικός δίσκος, κλπ. [1]