κλίτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλίτος | τα | κλίτη |
γενική | του | κλίτους | των | κλιτών |
αιτιατική | το | κλίτος | τα | κλίτη |
κλητική | κλίτος | κλίτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλίτος < (ελληνιστική κοινή) κλίτος σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nef latéral (πλευρικό κλίτος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίτος ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) ο επιμήκης χώρος ανάμεσα σε δύο κιονοστοιχίες ή σε κιονοστοιχία και τοίχο σε κτήρια ρυθμού βασιλικής
[επεξεργασία]
- τρίκλιτος
- μονόκλιτος
- πεντάκλιτος
- → δείτε τη λέξη κλίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)