κιονοστοιχία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κιονοστοιχία θηλυκό
- μία σειρά από κίονες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κιονοστοιχία
|
κιονοστοιχία θηλυκό
|