sein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sein (eu)
- το παιδί
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sein | seins |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sein (fr) αρσενικό
- (ανατομία) ο μαστός, το βυζί, το στήθος
- ο κόλπος
- l'entreprise est entrée au sein du consortium - η επιχείρηση περιήλθε στον κόλπο του κονσόρτσιουμ
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
sein (de)
- ονομαστική ενικού του αρσενικού
- Sein Hund ist schwarz. - Ο σκύλος του είναι μαύρος.
- ονομαστική ενικού του ουδετέρου
- Das Kind hält sein Spielzeug. - Το παιδί κρατάει το παιχνίδι του.
- αιτιατική ενικού του ουδετέρου
- Ich gebe dem Kind sein Buch. - Δίνω στο παιδί το βιβλίο του.
Ρήμα[επεξεργασία]
sein (de) (αόριστος war, μετοχή παρακειμένου gewesen)