μαστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστός οι μαστοί
      γενική του μαστού των μαστών
    αιτιατική τον μαστό τους μαστούς
     κλητική μαστέ μαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαστοί αγελάδας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαστός αρσενικό

  1. (ανατομία) γαλακτοφόρος αδένας των θηλαστικών
  2. το εξωτερικό τμήμα αυτού του αδένα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστός οἱ μαστοί
      γενική τοῦ μαστοῦ τῶν μαστῶν
      δοτική τῷ μαστ τοῖς μαστοῖς
    αιτιατική τὸν μαστόν τοὺς μαστούς
     κλητική ! μαστέ μαστοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστώ
γεν-δοτ τοῖν  μαστοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαστός, ήδη ομηρικό (ο επικός τύπος) < *μαδ-τός, *μαδ-νός. Το θέμα συνδέεται με το μαδάω (αρχική σημασία είμαι βρεγμένος) εκφράζοντας τον θηλασμό. Πιθανόν σχετικό με το θέμα μα- λέξεων που δηλώνουν μητρότητα.[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαστός, -οῦ αρσενικό

  1. (ανατομία) o μαστός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 531
    αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
    Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ᾽ όνειρό της.
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 133.1
    Ἀτόσσῃ τῇ Κύρου μὲν θυγατρί, Δαρείου δὲ γυναικὶ ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα, μετὰ δὲ ἐκραγὲν ἐνέμετο πρόσω.
    η Άτοσσα, κόρη του Κύρου και γυναίκα του Δαρείου, έβγαλε στον μαστό ένα απόστημα που ύστερα έσπασε και άρχισε να απλώνεται.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 560 (560-562)
    μαστούς τ᾽ ἔδειξε στέρνα θ᾽ ὡς ἀγάλματος | κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ | ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
    και φανέρωσε τους μαστούς και τα στέρνα τα πανέμορφα, τα σαν αγαλματένια· | και γονατίζοντας στη γη, | μίλησε κι είπε τα λόγια τα πιο θαρρετά που ακουστήκανε:
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) στρογγυλός λόφος, βουναλάκι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2.15
    ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
    Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. κομμάτι μαλλιού δεμένο στην άκρη των διχτυών
  4. (στην Πάφο) είδος κυπέλλου που είχε σχήμα ημισφαιρικό και έμοιαζε με μαστό
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11, 74 @scaife.perseus, @el.wikisource
    μαστὸς. Ἀπολλόδωρος ὁ Κυρηναῖος, ὡς Πάμφιλός φησι, Παφίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.