μαστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαστός οι μαστοί
      γενική του μαστού των μαστών
    αιτιατική τον μαστό τους μαστούς
     κλητική μαστέ μαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαστοί αγελάδας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστός αρσενικό

  1. (ανατομία) γαλακτοφόρος αδένας των θηλαστικών
  2. το εξωτερικό τμήμα αυτού του αδένα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστός οἱ μαστοί
      γενική τοῦ μαστοῦ τῶν μαστῶν
      δοτική τῷ μαστ τοῖς μαστοῖς
    αιτιατική τὸν μαστόν τοὺς μαστούς
     κλητική ! μαστέ μαστοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστώ
γεν-δοτ τοῖν  μαστοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστός, ήδη ομηρικό (ο επικός τύπος) < *μαδ-τός, *μαδ-νός. Το θέμα συνδέεται με το μαδάω (αρχική σημασία είμαι βρεγμένος) εκφράζοντας τον θηλασμό. Πιθανόν σχετικό με το θέμα μα- λέξεων που δηλώνουν μητρότητα.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]