mamma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mamma (en)
- ο μαστός
[επεξεργασία]
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mamma (la)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mamma (nl)
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mamma (sv)
Φεροϊκά (fo) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mamma (fo)