μαστόδεσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαστόδεσμος οἱ μαστόδεσμοι
      γενική τοῦ μαστοδέσμου τῶν μαστοδέσμων
      δοτική τῷ μαστοδέσμ τοῖς μαστοδέσμοις
    αιτιατική τὸν μαστόδεσμον τοὺς μαστοδέσμους
     κλητική ! μαστόδεσμε μαστόδεσμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαστοδέσμω
γεν-δοτ τοῖν  μαστοδέσμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαστόδεσμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαστόδεσμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]