σχετίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχετίζω < σχετ(ικός) + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική être en relations ή mettre en relation)
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σχετίζω (παθητική φωνή: σχετίζομαι)
- άλλη μορφή του συσχετίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχετίζω | σχέτιζα | θα σχετίζω | να σχετίζω | σχετίζοντας | |
β' ενικ. | σχετίζεις | σχέτιζες | θα σχετίζεις | να σχετίζεις | σχέτιζε | |
γ' ενικ. | σχετίζει | σχέτιζε | θα σχετίζει | να σχετίζει | ||
α' πληθ. | σχετίζουμε | σχετίζαμε | θα σχετίζουμε | να σχετίζουμε | ||
β' πληθ. | σχετίζετε | σχετίζατε | θα σχετίζετε | να σχετίζετε | σχετίζετε | |
γ' πληθ. | σχετίζουν(ε) | σχέτιζαν σχετίζαν(ε) |
θα σχετίζουν(ε) | να σχετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σχέτισα | θα σχετίσω | να σχετίσω | σχετίσει | ||
β' ενικ. | σχέτισες | θα σχετίσεις | να σχετίσεις | σχέτισε | ||
γ' ενικ. | σχέτισε | θα σχετίσει | να σχετίσει | |||
α' πληθ. | σχετίσαμε | θα σχετίσουμε | να σχετίσουμε | |||
β' πληθ. | σχετίσατε | θα σχετίσετε | να σχετίσετε | σχετίστε | ||
γ' πληθ. | σχέτισαν σχετίσαν(ε) |
θα σχετίσουν(ε) | να σχετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σχετίσει | είχα σχετίσει | θα έχω σχετίσει | να έχω σχετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σχετίσει | είχες σχετίσει | θα έχεις σχετίσει | να έχεις σχετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σχετίσει | είχε σχετίσει | θα έχει σχετίσει | να έχει σχετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σχετίσει | είχαμε σχετίσει | θα έχουμε σχετίσει | να έχουμε σχετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σχετίσει | είχατε σχετίσει | θα έχετε σχετίσει | να έχετε σχετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σχετίσει | είχαν σχετίσει | θα έχουν σχετίσει | να έχουν σχετίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχετίζω
|