ασυσχέτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυσχέτιστος
- που δε έχει συσχετιστεί με άλλον ή δεν επιδέχεται συσχέτιση
- ο φόνος παρέμεινε για πολύ καιρό ασυσχέτιστος με το πρόσωπο το οποίο τον διέπραξε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυσχέτιστος