συσχετίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσχετίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συσχετίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.sçeˈti.zo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

συσχετίζομαι

  1. → δείτε τη λέξη συσχετίζω
  2. θεωρούμαι από κάποιον ότι συνδέομαι με κάτι άλλο μέσω κάποιας σχέσης.
    Αυτές οι νεοπλασίες συσχετίζονται με την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]