ignare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ignare < λατινική ignarus. Δείτε το ρήμα cognōscō

Επίθετο

[επεξεργασία]

ignare (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ignare ignares

ignare (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]