ignare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ignare (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει άγνοια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ignare | ignares |
ignare (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ignare - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé