innocent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | innocent |
συγκριτικός | more innocent |
υπερθετικός | most innocent |
Επίθετο[επεξεργασία]
innocent (en)
- (νομικός όρος) αθώος, άκακος
- ↪ He was innocent of the crime they attributed to him.
- Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
- ↪ He was innocent of the crime they attributed to him.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocent | innocents |
θηλυκό | innocente | innocentes |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
innocent (fr) αρσενικό