innocent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
innocent (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocent | innocents |
θηλυκό | innocente | innocentes |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
innocent (fr) αρσενικό