αλουλούδιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλουλούδιαστος < α- + λουλουδιάζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλουλούδιαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ο ανάνθιστος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λουλούδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλουλούδιαστος
|