fleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fleur | fleurs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fleur (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- affleurer
- déflorer (και défloration)
- effleurer
- efflorescence
- enfleurer
- fioriture
- fleuret
- fleurette
- fleurir (και défleurir, refleurir)
- fleuriste
- fleuron
- Flora
- floraison
- floral
- floralies
- flore
- -flore
- floréal
- Florent - Florence
- florès
- flori-
- Florian
- Floride
- florilège
- florin
- flosculeux
- inflorescence
- mirliflore
- passiflore
- pauciflore
- soliflore
- uniflore