Μετάβαση στο περιεχόμενο

flos

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
flos < πρωτοϊταλική *flōs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₃-s ‎(λουλούδι, άνθος) < *bʰleh₃- ‎(ανθίζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flos (la) αρσενικό

  1. άνθος, λουλούδι
  2. (μεταφορικά) το καλύτερο τμήμα από κάτι
  3. (μεταφορικά) στολίδι, καλλωπισμός

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική flos florēs
γενική floris florum
δοτική florī floribus
αιτιατική florem florēs
κλητική flos florēs
αφαιρετική flore floribus
(γ' κλίση)