καλλωπισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλλωπισμός οι καλλωπισμοί
      γενική του καλλωπισμού των καλλωπισμών
    αιτιατική τον καλλωπισμό τους καλλωπισμούς
     κλητική καλλωπισμέ καλλωπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καλλωπισμός < αρχαία ελληνική καλλωπισμός < καλλωπίζω < κάλλος + ὤψ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.lo.piˈzmos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καλλωπισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]