Μετάβαση στο περιεχόμενο

grooming

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
grooming groomings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grooming (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

grooming (en)