grooming
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grooming | groomings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grooming (en)
- ο καλλωπισμός
- ⮡ dog grooming - καλλωπισμός σκύλων
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]grooming (en)