grooming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grooming | groomings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grooming (en)
- ο καλλωπισμός
- ↪ dog grooming - καλλωπισμός σκύλων
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]grooming (en)