groom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
groom | grooms |
groom (en)
- ο ιπποκόμος
- ο νεόνυμφος
- ο αξιωματικός των ανακτόρων (στην υπηρεσία του βασιλικού υπνοδωματίου)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | groom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grooms |
αόριστος | groomed |
παθητική μετοχή | groomed |
ενεργητική μετοχή | grooming |
groom (en)
- επιδένω (άλογα, κλπ.)
- προετοιμάζω (για μία θέση στην πολιτική κλπ.)