floro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | floro | floroj |
αιτιατική | floron | florojn |
floro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | floro | floroj |
αιτιατική | floron | florojn |
floro (eo)