πέταλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέταλο | τα | πέταλα |
γενική | του | πετάλου & πέταλου |
των | πετάλων |
αιτιατική | το | πέταλο | τα | πέταλα |
κλητική | πέταλο | πέταλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέταλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέταλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpe.ta.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐τα‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέταλο ουδέτερο
- σιδερένιο έλασμα σε σχήμα U καρφωμένο στις οπλές αλόγων\υποζυγίων για προστασία του πέλματος
- (μεταφορικά) κάθε τι που έχει σχήμα πετάλου (1) (ειδικότερα για ένα από τα δυο τμήματα γηπέδου και τμήμα του δρόμου)
- ↪ πολλά ατυχήματα συμβαίνουν στο πέταλο του Μαλιακού
- (βοτανική) καθένα από τα φυλλάρια που αποτελούν τη στεφάνη του άνθους
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τινάζω τα πέταλα / τίναξα τα πέταλα → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο
[επεξεργασία]
θέμα πετα-
- λήγουν σε -πέταλο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- λήγουν σε -πέταλος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
επίσης, από το πετα- (πετάννυμι)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- θέματα πετα-, πτη-, πτω- → δείτε τη λέξη πετάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλικό υλικό
|
τμήμα άνθους
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)