πέταλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέταλο | τα | πέταλα |
γενική | του | πετάλου | των | πετάλων |
αιτιατική | το | πέταλο | τα | πέταλα |
κλητική | πέταλο | πέταλα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέταλο < αρχαία ελληνική πέταλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɛ.ta.lɔ/
- συλλαβισμός : πέ‐τα‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πέταλο ουδέτερο
- σιδερένιο έλασμα σε σχήμα U καρφωμένο στις οπλές αλόγων\υποζυγίων για προστασία του πέλματος
- καθένα από τα φυλλάρια που αποτελούν τη στεφάνη του άνθους
- (μεταφορικά) κάθε τι που έχει σχήμα πετάλου (1) (ειδικότερα για ένα από τα δυο τμήματα γηπέδου και τμήμα του δρόμου)
- πολλά ατυχήματα συμβαίνουν στο πέταλο του Μαλιακού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τίναξα τα πέταλα → βλέπε έκφραση: τα κακάρωσα
- μια στο καρφί και μια στο πέταλο
- του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλικό υλικό