απετάλωτος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
απέταλος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απετάλωτ
ος
η
απετάλωτ
η
το
απετάλωτ
ο
γενική
του
απετάλωτ
ου
της
απετάλωτ
ης
του
απετάλωτ
ου
αιτιατική
τον
απετάλωτ
ο
την
απετάλωτ
η
το
απετάλωτ
ο
κλητική
απετάλωτ
ε
απετάλωτ
η
απετάλωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απετάλωτ
οι
οι
απετάλωτ
ες
τα
απετάλωτ
α
γενική
των
απετάλωτ
ων
των
απετάλωτ
ων
των
απετάλωτ
ων
αιτιατική
τους
απετάλωτ
ους
τις
απετάλωτ
ες
τα
απετάλωτ
α
κλητική
απετάλωτ
οι
απετάλωτ
ες
απετάλωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
απετάλωτος
<
α-
+
πεταλώνω
+
-τος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
απετάλωτος, -η, -ο
που δεν έχει
πεταλωθεί
ή δεν μπορεί να
πεταλωθεί
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακαλίγωτος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
πεταλωμένος
καλιγωμένος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
πεταλώνω
και
πέταλο
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
απετάλωτος
αγγλικά
:
unshod
(en)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English