απέταλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απέταλος | η | απέταλη | το | απέταλο |
γενική | του | απέταλου | της | απέταλης | του | απέταλου |
αιτιατική | τον | απέταλο | την | απέταλη | το | απέταλο |
κλητική | απέταλε | απέταλη | απέταλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απέταλοι | οι | απέταλες | τα | απέταλα |
γενική | των | απέταλων | των | απέταλων | των | απέταλων |
αιτιατική | τους | απέταλους | τις | απέταλες | τα | απέταλα |
κλητική | απέταλοι | απέταλες | απέταλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απέταλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apétale < α- + αρχαία ελληνική πέταλον
Επίθετο[επεξεργασία]
απέταλος, -η, -ο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πέταλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)