çiçek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- çiçek < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چیچك (çiçek)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | çiçek | çiçekler |
γενική | çiçeğin | çiçeklerin |
δοτική | çiçeğe | çiçeklere |
αιτιατική | çiçeği | çiçekleri |
τοπική | çiçekte | çiçeklerde |
αφαιρετική | çiçekten | çiçeklerden |
çiçek (tr)