κόρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόρη | οι | κόρες |
γενική | της | κόρης | των | κορών |
αιτιατική | την | κόρη | τις | κόρες |
κλητική | κόρη | κόρες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόρη / κούρη < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (αυξάνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ρη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόρη θηλυκό
- (οικογένεια) η θυγατέρα
- έχει ένα γιο και δυο κόρες
- το κορίτσι, η κοπέλα
- "βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί ..." από τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη
- (αρχαιολογία) άγαλμα νεαρής γυναίκας της αρχαϊκής εποχής
- {[ετ|ανατομία}} το στρόγγυλο άνοιγμα της ίριδας του οφθαλμού
- έκφραση:κόρη οφθαλμού, «ως κόρην οφθαλμού»
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η θυγατέρα
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)