дъщеря
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
дъщеря < dъkťi
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /də.ʃtɛˈrja/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
дъщеря (bg) (dăšterja)
- η κόρη