οφθαλμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀφθαλμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οφθαλμός οι οφθαλμοί
      γενική του οφθαλμού των οφθαλμών
    αιτιατική τον οφθαλμό τους οφθαλμούς
     κλητική οφθαλμέ οφθαλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρώπινος οφθαλμός.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οφθαλμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφθαλμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.fθalˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐φθαλ‐μός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οφθαλμός αρσενικό

  1. (ανατομία) το μάτι, αισθητήριο όργανο της όρασης
  2. (βιολογία) το σημείο (μάτι) του φυτικού βλαστού από το οποίο θα αναπτυχθεί νέος βλαστός ή νέο άνθος
  3. (τυπογραφία) η ανάγλυφη επιφάνεια του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο, χωρίς τις άνω και κάτω πατούρες του

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]