πατούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πατούρα | οι | πατούρες |
γενική | της | πατούρας | — | |
αιτιατική | την | πατούρα | τις | πατούρες |
κλητική | πατούρα | πατούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατούρα θηλυκό
- το τμήμα ενός αντικειμένου το οποίο προεξέχει ή δημιουργεί εσοχή και χρησιμοποιείται για πιο ισχυρή σύνδεση με διπλανά αντικείμενα
- (τυπογραφία) τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου, πιο χαμηλό από το σώμα του γράμματος που εκτυπώνεται, που χρησιμεύει για να κρατάει απόσταση από τα γύρω στοιχεία
- (τυπογραφία) τμήμα του γράμματος το οποίο προεξέχει από το απλό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατούρα
|