ενοφθαλμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενοφθαλμισμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνοφθαλμισμός < ἐνοφθαλμίζω < αρχαία ελληνική ἐν + ὀφθαλμός
- για τον όρο της ιατρικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inoculation ή από την αγγλική inoculation[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενοφθαλμισμός αρσενικό
- (βοτανική) μέθοδος εμβολιασμού των φυτών κατά την οποία ο καλλιεργητής χαράζει τον φλοιό ενός φυτού και τοποθετεί στη σχισμή ένα τμήμα από άλλο φυτό με οφθαλμό
- (ιατρική) εισαγωγή μικροβίων με τρόπο ανάλογο προς τον ενοφθαλμισμό στα φυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενοφθαλμισμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ενοφθαλμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)