εμβολιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμβολιασμός < εμβολιάζω + -μός
- για τη βοτανική < μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική μπόλιασμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμβολιασμός αρσενικό
- (ιατρική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
- (βοτανική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμβολιασμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)