ὀφθαλμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Από τη ρίζα ὀπ (ρήμα ὁράω - ὁρῶ , παρακείμενος ὄπωπα, μέλλοντας ὄψομαι) / οπτ- / οφθ- + πρόσφυμα -αλ- + -μος. Ο J.P. Hofmann (Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής) αποκρούει την ανάλυση σε *οπσ-θαλμός και την ετυμολογική σχέση με το θάλαμος. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η συνώνυμη λέξη ὄμμα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀφθαλμός αρσενικό